Τι δεν ανέφερε ο κύριος Τσίπρας
Στις 12 Φεβρουαρίου, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας παρευρέθηκε στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας για την τελετή απονομής των «Βραβείων Ειρήνης και Συνεργασίας των Βαλκανικών Λαών». Προηγήθηκε, στις 14 Δεκεμβρίου 2024, εκδήλωση με θέμα «Η Μακεδονική Γλώσσα», η οποία πραγματοποιήθηκε με σχεδόν μυστικό τρόπο. Και στις δύο διοργανώσεις, βασικός οργανωτής ήταν ο ίδιος σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο κ. Τσίπρας υπερασπίστηκε τις αποφάσεις της κυβέρνησής του, τονίζοντας ότι «αν δεν υπήρχε η Συμφωνία των Πρεσπών, οι πιέσεις δεν θα ασκούνταν προς τη Βόρεια Μακεδονία για την εφαρμογή της, αλλά προς την Ελλάδα, ώστε να επιτραπεί η ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ με το όνομα Μακεδονία και να επιταχυνθεί η ευρωπαϊκή της πορεία». Το επιχείρημα αυτό έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα για να υποστηριχθεί ότι η Συμφωνία των Πρεσπών έλυσε το ζήτημα της ονομασίας, καθώς εισήγαγε τον όρο «Βόρεια Μακεδονία» αντί του απλού «Μακεδονία», μια εξέλιξη που υποτίθεται ότι βελτίωσε την προηγούμενη κατάσταση, όπου πάνω από 140 χώρες είχαν ήδη αναγνωρίσει τη χώρα ως «Μακεδονία» χωρίς κανέναν γεωγραφικό προσδιορισμό. Σύμφωνα με αυτή τη λογική, η Ελλάδα πέτυχε μια διπλωματική και πολιτική νίκη.
Ωστόσο, αυτό που συστηματικά παραλείπεται να αναφερθεί είναι ότι τα πραγματικά κρίσιμα ζητήματα δεν αφορούσαν μόνο το όνομα, αλλά την αναγνώριση της «μακεδονικής γλώσσας» και «μακεδονικής εθνικότητας». Αυτά τα δύο σημεία αποτελούν τις μεγαλύτερες αδυναμίες της Συμφωνίας, καθώς ενισχύουν έναν αλυτρωτικό λόγο που μπορεί να αξιοποιηθεί στο μέλλον εναντίον της Ελλάδας. Η διατύπωση ότι η «μακεδονική γλώσσα» ανήκει στις νότιες σλαβικές γλώσσες δεν έχει πραγματική νομική ισχύ και ενδέχεται, μελλοντικά, τα Σκόπια να επιχειρήσουν να αποσυνδέσουν το σλαβικό στοιχείο από την ταυτότητά τους, ενισχύοντας εκ νέου αλυτρωτικές θέσεις.
Ακόμη πιο προβληματική είναι η αναγνώριση «μακεδονικής» εθνικής ταυτότητας, καθώς δίνει στους πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας τη δυνατότητα να αυτοπροσδιορίζονται ως «Μακεδόνες», χωρίς γεωγραφικό προσδιορισμό. Αυτό αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο μελλοντικών ιστορικών και πολιτικών αμφισβητήσεων. Η Ελλάδα ήταν η μοναδική χώρα της οποίας η αναγνώριση της «μακεδονικής γλώσσας» και «μακεδονικής εθνότητας» είχε πραγματική αξία. Οι υπόλοιπες χώρες δεν είχαν ιστορικά, πολιτιστικά ή γεωπολιτικά ζητήματα να διαχειριστούν με το όνομα «Μακεδονία». Για το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, το βασικό διακύβευμα ήταν η σταθερότητα στα Βαλκάνια και όχι η γλωσσική και εθνοτική ταυτότητα της Βόρειας Μακεδονίας. Η Βουλγαρία αρνήθηκε να αναγνωρίσει τη «μακεδονική γλώσσα», θεωρώντας ότι αποτελεί παραλλαγή της βουλγαρικής, ενώ η Σερβία δεν αποδέχτηκε τη «μακεδονική ταυτότητα», καθώς η γλώσσα καθιερώθηκε επί Γιουγκοσλαβίας για γεωπολιτικούς λόγους. Οι υπόλοιπες χώρες απλώς υιοθέτησαν την ονομασία «Μακεδονία» που είχε επιλέξει η ίδια η ΠΓΔΜ, χωρίς να ενδιαφέρονται για την εθνοτική διάσταση του ζητήματος.
Αντίθετα, η Ελλάδα είχε και έχει ελληνική Μακεδονία, με πληθυσμό που αυτοπροσδιορίζεται ως Έλληνας Μακεδόνας. Η ιστορική Μακεδονία ήταν ελληνική από την αρχαιότητα, και η έννοια της «μακεδονικής εθνότητας» εμφανίστηκε μόνο τον 20ό αιώνα, κυρίως μέσω της πολιτικής της Γιουγκοσλαβίας του Τίτο. Η αναγνώριση της «μακεδονικής εθνότητας» δημιουργεί έμμεσες αλυτρωτικές προεκτάσεις, καθώς ανοίγει το δρόμο για μελλοντικές εδαφικές ή πολιτιστικές διεκδικήσεις.
Με τη Συμφωνία των Πρεσπών, η Ελλάδα προσέφερε κάτι που καμία άλλη χώρα δεν είχε τη δυνατότητα ή την ανάγκη να δώσει. Τη νομική και πολιτική αναγνώριση της «μακεδονικής γλώσσας» και «μακεδονικής εθνότητας», ενώ οι υπόλοιπες χώρες είχαν αναγνωρίσει απλώς το όνομα «Μακεδονία». Η Βουλγαρία όπως προαναφέραμε, αρνήθηκε κάθε αναγνώριση της «μακεδονικής γλώσσας» και εξακολουθεί να τη θεωρεί διάλεκτο της βουλγαρικής. Η Ελλάδα, μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών, παρείχε τη μοναδική θεσμική και διπλωματική αναγνώριση στη «μακεδονική ταυτότητα», κάτι που ενδέχεται να έχει μελλοντικές συνέπειες για την ιστορική και πολιτιστική της κληρονομιά.
Αν και η Συμφωνία των Πρεσπών έκλεισε προσωρινά το ζήτημα της ονομασίας, δεν έλυσε το πρόβλημα του αλυτρωτισμού. Το κρίσιμο στοιχείο είναι ότι η συμφωνία δεν είναι αμετάβλητη. Μια μελλοντική κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας μπορεί να επιχειρήσει μονομερή καταγγελία της συμφωνίας, επαναφέροντας αλυτρωτικές θέσεις. Εάν συμβεί αυτό, η Ελλάδα θα βρεθεί σε δυσμενή θέση, έχοντας ήδη παραχωρήσει την αναγνώριση της «μακεδονικής γλώσσας» και «μακεδονικής εθνότητας», χωρίς εγγυήσεις για το μέλλον.
Η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να θεωρήθηκε ένας διπλωματικός συμβιβασμός, αλλά η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα που έδωσε κάτι πραγματικά σημαντικό. Την αναγνώριση «μακεδονικής γλώσσας» και «μακεδονικής εθνότητας», μια αναγνώριση που μόνο η Ελλάδα είχε αξία αλλά δεν είχε λόγο να δώσει και που ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί εναντίον της στο μέλλον.

Δεν υπάρχουν σχόλια